Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζάρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζάρα οι ζάρες
      γενική της ζάρας
    αιτιατική τη ζάρα τις ζάρες
     κλητική ζάρα ζάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζάρα < ζαρ(ώνω) + (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζάρα θηλυκό

  1. πτυχή, τσαλάκωμα σε ασιδέρωτο ρούχο
  2. πτυχή σε γηρασμένο δέρμα
     συνώνυμα: ρυτίδα
  3. είδος κουκουβάγιας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]