κουκουβάγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουκουβάγια | οι | κουκουβάγιες |
γενική | της | κουκουβάγιας | — | |
αιτιατική | την | κουκουβάγια | τις | κουκουβάγιες |
κλητική | κουκουβάγια | κουκουβάγιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουκουβάγια < ηχομιμητική λέξη από το κουκουβάου, τη φωνή του πουλιού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.ku.ˈva.ʝia/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκουβάγια θηλυκό
- (ορνιθολογία) αρπακτικό πουλί που ζει τη νύχτα, με σκούρο φτέρωμα, το οποίο έχει ραβδώσεις, στρογγυλό και πλατύ κεφάλι και μεγάλα μάτια με έντονο βλέμμα
Παροιμίες[επεξεργασία]
- άλλα είναι τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας : η διαφορά ανάμεσα σε δύο πρόσωπα / πράγματα / καταστάσεις είναι τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε σύγκριση είναι αδύνατη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουκουβάγια