βλέμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλέμμα | τα | βλέμματα |
γενική | του | βλέμματος | των | βλεμμάτων |
αιτιατική | το | βλέμμα | τα | βλέμματα |
κλητική | βλέμμα | βλέμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλέμμα < αρχαία ελληνική βλέμμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλέμμα ουδέτερο
- η στροφή των ματιών σε κάποιον ή κάτι, η ματιά
- έριξε το βλέμμα προς το μέρος της και την είδε να χαμογελά
- ο τρόπος που κοιτάζω κάποιον ή κάτι και η εντύπωση που προκαλώ
- το βλέμμα σου μου φαίνεται αδιάφορο και ψυχρό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματιά