vision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vision (en)
- η όραση
- το όραμα, η οπτασία
- η διορατικότητα
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vision | visions |
vision (fr) θηλυκό
- η όραση
- το βλέμμα, ο τρόπος με τον οποίο κοιτάζει κανείς κάτι
- το όραμα
- η παρατήρηση