διορατικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διορατικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διορατικότητα θηλυκό
- η ικανότητα να προβλέπει κανείς την έκβαση των πραγμάτων, να αντιλαμβάνεται από το παρόν τι θα συμβεί στο μέλλον.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διορατικότητα