perspicacité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- perspicacité < δημώδης λατινική perspicacitas
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛʁ.spi.ka.si.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perspicacité | perspicacités |
perspicacité (fr) θηλυκό