clairvoyance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- clairvoyance < clairvoyant
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clairvoyance | clairvoyances |
clairvoyance (fr) θηλυκό
- η οξυδέρκεια, η διορατικότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- acuité
- compréhension
- discernement
- finesse
- flair
- lucidité
- pénétration
- perspicacité
- sagacité
- subtilité