acuité
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acuité | acuités |
acuité (fr) θηλυκό
- η οξύτητα