Μετάβαση στο περιεχόμενο

οξύτητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξύτητα οι οξύτητες
      γενική της οξύτητας των οξυτήτων
    αιτιατική την οξύτητα τις οξύτητες
     κλητική οξύτητα οξύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οξύτητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οξύτητα Μετρήσιμη ιδιότητα των διαλυμάτων, η οποία εκφράζει το πόσο όξινο είναι ένα διάλυμα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]