Μετάβαση στο περιεχόμενο

vivacité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vivacité vivacités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vivacité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]