vivré
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vivré | vivrés |
θηλυκό | vivrée | vivrées |
vivré (fr)
- (εραλδική) κυματιστός σαν φίδι
![]() |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vivré | vivrés |
θηλυκό | vivrée | vivrées |
vivré (fr)