violence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

violence (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βία
    The new law concerns violence in schools.
    Ο νέος νόμος αφορά τη βία στα σχολεία.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
violence violences

violence (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]