violence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η βία
- ⮡ The new law concerns violence in schools.
- Ο νέος νόμος αφορά τη βία στα σχολεία.
- ⮡ The new law concerns violence in schools.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
violence | violences |
violence (fr) θηλυκό