ardeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ardeur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική ardour < λατινική ardor < ārdeō (καίω)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ardeur | ardeurs |
ardeur (fr)
- έντονη ζέστη
- ↪ l’ardeur du soleil - η ζέστη του ηλίου
- το αίσθημα ζέστης που προκαλείται από κάποιες ασθένειες
- ↪ l’ardeur de la fièvre - η ζέστη του πυρετού
- (μεταφορικά) ο ζήλος, το πάθος, η θέρμη, η ζέση
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ερωτικό πάθος
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ardeur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (γαλλικά)