ερωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτικός η ερωτική το ερωτικό
      γενική του ερωτικού της ερωτικής του ερωτικού
    αιτιατική τον ερωτικό την ερωτική το ερωτικό
     κλητική ερωτικέ ερωτική ερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτικοί οι ερωτικές τα ερωτικά
      γενική των ερωτικών των ερωτικών των ερωτικών
    αιτιατική τους ερωτικούς τις ερωτικές τα ερωτικά
     κλητική ερωτικοί ερωτικές ερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτικός < αρχαία ελληνική ἐρωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ερωτικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον έρωτα
    ερωτική επιθυμία
  2. που εκφράζει πόθο και το συναίσθημα του έρωτα
    ερωτικό άγγιγμα
  3. που εμπνέει συναισθήματα παρόμοια με του έρωτα
    πολλοί περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]