έρωτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έρωτας | οι | έρωτες |
γενική | του | έρωτα | των | ερώτων |
αιτιατική | τον | έρωτα | τους | έρωτες |
κλητική | έρωτα | έρωτες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έρωτας < αρχαία ελληνική ἔρως < ἔραμαι / ἐράω / ἐρῶ < (ίσως) προελληνική[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έρωτας ουδέτερο
- σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση
- η σχέση μεταξύ ερωτευμένων
- το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας
- η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη
- βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον
- έχω έρωτα με τα ιταλικά
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αγάπη
-
έρως στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έρωτας
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.