ερωτύλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερωτύλος | οι | ερωτύλοι |
γενική | του | ερωτύλου | των | ερωτύλων |
αιτιατική | τον | ερωτύλο | τους | ερωτύλους |
κλητική | ερωτύλε | ερωτύλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωτύλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερωτύλος αρσενικό
- αυτός που του αρέσει να ερωτοτροπεί