Μετάβαση στο περιεχόμενο

dragueur

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dragueur dragueurs

dragueur (fr) αρσενικό

  1. το πλοίο βυθοκόρος, φαγάνα
  2. ναύτης μιας βυθοκόρου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dragueur dragueurs
θηλυκό dragueuse dragueuses

dragueur (fr)