love
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
love | loves |
love (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | love |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | loves |
αόριστος | loved |
παθητική μετοχή | loved |
ενεργητική μετοχή | loving |
love (en)