érotique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ʁɔ.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
érotique érotiques

érotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό