βία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βία | οι | βίες |
γενική | της | βίας | των | βιών |
αιτιατική | τη | βία | τις | βίες |
κλητική | βία | βίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βία < αρχαία ελληνική βία < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βία θηλυκό
- ενέργεια που προκαλεί καταστροφή
- η βιασύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «βία» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «βία» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «βία» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.