βιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος βιάζω

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /viˈa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ά‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βιάζομαι

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvʝa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιά‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βιάζομαι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

βιάζομαι < μέση φωνή του ρήματος βιάζω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βιάζομαι

  1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ βία
  2. αγωνίζομαι, μάχομαι
  3. πετυχαίνω