βιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βιάζω
Προφορά 1[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.ˈa.zɔ.mɛ/
- συλλαβισμός : βι‐ά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
βιάζομαι
- πέφτω θύμα βιασμού
Προφορά 2[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvʝa.zɔ.mɛ/
- συλλαβισμός : βιά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
βιάζομαι
- πρέπει να κάνω κάτι γρήγορα γιατί επείγει ή γιατί δεν έχω αρκετό χρόνο μπροστά μου· επείγομαι, είμαι βιαστικός
- Βιάσου να μη νυχτώσεις, γιατί θα φύγουνε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όποιος βιάζεται, σκοντάφτει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είμαι βιαστικός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βιάζομαι < μέση φωνή του βιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
βιάζομαι