μάχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχομαι[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μάχομαι (αποθετικό χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
- πολεμώ σε μάχη του στρατού, δίνω μάχη
- αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό, καταπολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις
- μάχομαι για τα δίκαια των εργαζομένων
- η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου
- είμαι εν ενεργεία, είμαι ενεργός, δραστήριος
- η μαχόμενη δημοσιογραφία (δηλαδή όχι η ουδέτερη, παθητική, η τυπική άσκηση του επαγγέλματος)
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | μάχομαι | μαχόμουν(α) | θα μάχομαι | να μάχομαι | μαχόμενος | |
β' ενικ. | μάχεσαι | μαχόσουν(α) | θα μάχεσαι | να μάχεσαι | μάχου | |
γ' ενικ. | μάχεται | μαχόταν(ε) | θα μάχεται | να μάχεται | ||
α' πληθ. | μαχόμαστε | μαχόμαστε μαχόμασταν |
θα μαχόμαστε | να μαχόμαστε | ||
β' πληθ. | μάχεστε | μαχόσαστε μαχόσασταν |
θα μάχεστε | να μάχεστε | μάχεστε | |
γ' πληθ. | μάχονται | μάχονταν μαχόντουσαν |
θα μάχονται | να μάχονται |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ μάχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *maHgʰ- (μάχομαι). Κατ' άλλη άποψη[1] πιθανόν προελληνικής προέλευσης.
Ρήμα[επεξεργασία]
μάχομαι και ιωνικός τύπος μαχέομαι
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ μάχομαι - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- μάχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)