fight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fight fights

fight (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fight
γ΄ ενικό ενεστώτα fights
αόριστος fought
παθητική μετοχή fought
ενεργητική μετοχή fighting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fight (en)

  1. μάχομαι, πολεμώ
    I am fighting for my freedom.
    Μάχομαι για την ελευθερία μου.
     συνώνυμα: battle, combat
  2. αγωνίζομαι, προσπαθώ
    I am fighting to see
    αγωνίζομαι να δώ
     συνώνυμα: strive, try hard

Παράγωγα[επεξεργασία]