Μετάβαση στο περιεχόμενο

fight

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fight fights

fight (en)

  1. η μάχη, ο αγώνας ενάντια σε κάποιον ή κάτι που χρησιμοποιεί φυσική βία
    παράδειγμα  I am getting into the fight.
    Ρίχνομαι στη μάχη.
    παράδειγμα  I am putting up a fight.
    Δίνω μια μάχη.
    παράδειγμα  an armed fight - ένοπλος αγώνας
     συνώνυμα:  battle και struggle
  2. ο καβγάς, η διαφωνία
    παράδειγμα  I don’t want to get involved in their fights.
    Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
  3. ο αγώνας, η μάχη, η προσπάθεια να καταστρέψω, να αποτρέψω ή να πετύχω κάτι
    παράδειγμα  a legal fight - δικαστικός αγώνας
    παράδειγμα  the fight for survival - ο αγώνας για την επιβίωση
    παράδειγμα  the fight against poverty - ο αγώνας κατά της φτώχειας
    παράδειγμα  the fight against cancer - η μάχη κατά του καρκίνου
ενεστώτας fight
γ΄ ενικό ενεστώτα fights
αόριστος fought
παθητική μετοχή fought
ενεργητική μετοχή fighting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fight (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μάχομαι, πολεμώ, παίρνω μέρος σε πόλεμο ή μάχη εναντίον εχθρού
    παράδειγμα  The army is fighting heroically against the enemy.
    Ο στρατός μάχεται ηρωικά εναντίον του εχθρού.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη battle
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπολεμώ, μάχομαι, προσπαθώ σκληρά να σταματήσω, να αντιμετωπίσω ή να είμαι αντίθετος σε κάτι κακό ή κάτι με το οποίο διαφωνώ
    παράδειγμα  The church fights atheism.
    Η εκκλησία μάχεται την αθεΐα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ πολύ για να πάρω κάτι ή να πετύχω κάτι
    παράδειγμα  I am fighting to see.
    Αγωνίζομαι να δω.
    παράδειγμα  Conservatives fight for preservation of the status quo.
    Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
    παράδειγμα  Medicine is fighting for the cure for cancer.
    Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
    παράδειγμα  I am fighting for my freedom.
    Μάχομαι για την ελευθερία μου.
     συνώνυμα: strive, try hard

Σύνθετα

[επεξεργασία]