fight
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| fight | fights |
fight (en)
- η μάχη, ο αγώνας ενάντια σε κάποιον ή κάτι που χρησιμοποιεί φυσική βία
- ο καβγάς, η διαφωνία
I don’t want to get involved in their fights.
- Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
- ο αγώνας, η μάχη, η προσπάθεια να καταστρέψω, να αποτρέψω ή να πετύχω κάτι
a legal fight - δικαστικός αγώνας
the fight for survival - ο αγώνας για την επιβίωση
the fight against poverty - ο αγώνας κατά της φτώχειας
the fight against cancer - η μάχη κατά του καρκίνου
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | fight |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fights |
| αόριστος | fought |
| παθητική μετοχή | fought |
| ενεργητική μετοχή | fighting |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
fight (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μάχομαι, πολεμώ, παίρνω μέρος σε πόλεμο ή μάχη εναντίον εχθρού
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπολεμώ, μάχομαι, προσπαθώ σκληρά να σταματήσω, να αντιμετωπίσω ή να είμαι αντίθετος σε κάτι κακό ή κάτι με το οποίο διαφωνώ
The church fights atheism.
- Η εκκλησία μάχεται την αθεΐα.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ πολύ για να πάρω κάτι ή να πετύχω κάτι
I am fighting to see.
- Αγωνίζομαι να δω.
Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
Medicine is fighting for the cure for cancer.
- Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
I am fighting for my freedom.
- Μάχομαι για την ελευθερία μου.
- ≈ συνώνυμα: strive, try hard