Μετάβαση στο περιεχόμενο

battle

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
battle battles

battle (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μάχη, ο αγώνας, ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου
      He was killed in battle.
    Σκοτώθηκε σε μάχη.
      a bloody battle - αιματηρός αγώνας
  2. ο αγώνας, η μάχη, αγώνας μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων που προσπαθούν να κερδίσουν την εξουσία ή τον έλεγχο
      After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
      a battle between candidates for parliament - μάχη μεταξύ υποψήφιων βουλετών
  3. (συνήθως ενικός) ο αγώνας, η μάχη, έντονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο
      It was a battle to raise her children.
    Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
      Life is a constant battle.
    Η ζωή είναι μια συνεχής μάχη.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη fight
ενεστώτας battle
γ΄ ενικό ενεστώτα battles
αόριστος battled
παθητική μετοχή battled
ενεργητική μετοχή battling

battle (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • αγωνίζομαι, παλεύω, μάχομαι, πολεμώ, προσπαθώ πολύ να πετύχω κάτι δύσκολο ή να αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο
      The ship battled the waves.
    Το πλοίο αγωνίστηκε με τα κύματα.
      The two brothers were battling for first place.
    Τα δύο αδέρφια πάλευαν για την πρώτη θέση.
      We’re battling against heavy odds.
    Μαχόμαστε εναντίον πολύ υπερτέρων δυνάμεων.
      He was battling for hours to fix the engine.
    Πολεμούσε ώρες να διορθώσει τη μηχανή.
     συνώνυμα:  combat και fight