try
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
try | tries |
try (en)
- απόπειρα να λύσω πρόβλημα κ.λπ., προσπάθεια να κάνω κάτι, δοκιμή μιας γεύσης
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | try |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tries |
αόριστος | tried |
παθητική μετοχή | tried |
ενεργητική μετοχή | trying |
try (en)
- προσπαθώ, πειραματίζομαι, δοκιμάζω
- δικάστηκε, πέρασε από δίκη (συνήθως στον αόριστο tried)