προσπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσπάθεια < ελληνιστική κοινή προσπάθεια < προσπαθής < πρός + αρχαία ελληνική πάθος < πάσχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈspa.θi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσπάθεια θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπαθώ
- (θρησκεία) η πλήρωση της ψυχής με αμαρτωλά πάθη
- ≈ συνώνυμα: ηδυπάθεια, εμπάθεια
- ≠ αντώνυμα: απάθεια
- ※ Λέει και ο άγιος Ηλίας ο Έκδικος: «Κακή ύλη του σώματος είναι η εμπάθεια· της ψυχής, η ηδυπάθεια· του νου η προσπάθεια (η εμπαθής κλίση). Της πρώτης όργανο είναι η αφή· της δεύτερης, οι λοιπές αισθήσεις· της τελευταίας, η διάθεση εναντιώσεως». (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, ε' 88).
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)