tentative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tentative (en)

  1. δοκιμή, πείραμα

Επίθετο[επεξεργασία]

tentative (en)

  1. δοκιμαστικός, πειραματικός
  2. αβέβαιος
  3. προκαταρκτικός, υποκείμενος σε μελλοντικές αλλαγές



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tentative (fr) θηλυκό

Après plusieurs tentatives, il a abandonné : εγκατέλειψε μετά πολλές προσπάθειες.

Συγγενικά[επεξεργασία]

tenter