αβέβαιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀβέβαιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβέβαιος η αβέβαια το αβέβαιο
      γενική του αβέβαιου της αβέβαιας του αβέβαιου
    αιτιατική τον αβέβαιο την αβέβαια το αβέβαιο
     κλητική αβέβαιε αβέβαια αβέβαιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβέβαιοι οι αβέβαιες τα αβέβαια
      γενική των αβέβαιων των αβέβαιων των αβέβαιων
    αιτιατική τους αβέβαιους τις αβέβαιες τα αβέβαια
     κλητική αβέβαιοι αβέβαιες αβέβαια
Στον ενικό του θηλυκού, υπάρχει και ο τύπος αβέβαιη (γενική: της αβέβαιης).
Βλ και (η) ἀβέβαιος (θηλυκό, αρχαία ελληνικά).
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβέβαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβέβαιος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + βέβαιος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈve.ve.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βέ‐βαι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αβέβαιος, -α, -ο

  1. ο μη βέβαιος, που η έκβασή του είναι άγνωστη
  2. που δεν έχει βεβαιότητα για κάτι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βέβαιος και βαίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]