Μετάβαση στο περιεχόμενο

effort

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

effort (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
effort efforts

effort (fr) αρσενικό