tentativa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tentativa | tentativas |
tentativa (pt) θηλυκό
- η δοκιμή, η προσπάθεια
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tentativa | tentativas |
tentativa (pt) θηλυκό