ψυχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχή | οι | ψυχές |
γενική | της | ψυχής | των | ψυχών |
αιτιατική | την | ψυχή | τις | ψυχές |
κλητική | ψυχή | ψυχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psiˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχή θηλυκό
- η βασική αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης, της ζωής του ανθρώπου
- ↪ και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή
- το άυλο βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, σε αντιδιαστολή με το υλικό που είναι το σώμα
- ↪ μέχρι να βρει η ψυχή του ανθρώπου...
- το αθάνατο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης
- ↪ Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.
- ο συναισθηματικός, πνευματικός και ηθικός κόσμος του ανθρώπου
- ↪ έχει καλή ψυχή
- η καλοσύνη, η γενναιοδωρία ενός ανθρώπου
- ↪ δεν έχεις ψυχή;
- (κατʼ επέκταση) ο καλοσυνάτος, ο γενναιόδωρος άνθρωπος
- ↪ είναι μεγάλη ψυχή
- ο άνθρωπος ως άτομο
- ↪ στον δρόμο δεν υπήρχε ψυχή
- το θάρρος, η ανδρεία
- ↪ θέλει ψυχή να...
- ↪ ήταν άνθρωπος με ψυχή
- άτομο που με την παρουσία του και τις πράξεις του ενισχύει και εμπνέει θάρρος στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει
- ↪ ήταν η ψυχή της ομάδας
- (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση προς άτομο αγαπημένο
- ↪ ψυχή μου
- (έντομο) η πεταλούδα
- (μουσική, εξάρτημα οργάνου) μικρό ξυλαράκι μέσα στο ηχείο εγχόρδου μουσικού οργάνου, που βοηθά στη μετάδοση των δονήσεων των χορδών και είναι κρίσιμο για την ποιότητα του ήχου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου]
- βγάζω την ψυχή (κάποιου): τον ταλαιπωρώ
- εν βρασμώ ψυχής: για πράξεις που γίνονται σε κατάσταση ψυχικής αναταραχής
- καλή ψυχή!: ευχή για πεθαμένο
- μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει: για κάτι που θα γίνει, όσο δυσάρεστη κι αν προβλέπεται η διαδικασία
- ο Θεός και η ψυχή του: για κάποιον που δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς σκέφτεται και τι θα πράξει
- πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- τι ψυχή έχει (κάτι);: για κάτι που θεωρείται ασήμαντο ή πολύ μικρής αξίας
- τι ψυχή θα παραδώσει] (κάποιος); για άνθρωπο κακόβουλο
- ψυχή τε και σώματι: για κάποιον που δίνεται με όλο του το είναι, που αφιερώνεται ολοκληρωτικά και με πάθος σε κάτι
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
ψυχ- (ψυχή)
ψυχ- (ψυχή)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ψυχο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχο- στο Βικιλεξικό
- -ψυχος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχος στο Βικιλεξικό
- -ψυχία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχία στο Βικιλεξικό
επίσης
- αναψυχή
- αναψυχώνομαι
- αναψυχώνω
- αψυχαγώγητος
- άψυχος
- αψυχολόγητος
- εμψυχώνομαι
- εμψυχώνω
- εμψύχωση
- εμψυχωτής
- εσώψυχα
- ευψυχία
- λιγοψυχώ
- μετεμψυχώνομαι
- μετεμψύχωση
- νευροψυχικός
- νευροψυχολογία
- νευροψυχολόγος
- ξεψύχισμα
- ξεψυχισμένα
- ξεψυχισμένος
- ξεψυχώ
- ολιγοψυχώ
- ομόψυχα
- παιδοψυχιατρική
- παιδοψυχίατρος
- παιδοψυχολογία
- παιδοψυχολόγος
- παμψυχισμός
- παραψυχολογία
- παραψυχολογικός
- πονοψυχιά
- ψυχάκιας
- Ψυχανθή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κατηγορία:Ψυχολογία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ψυχιατρική (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
ψυχή στη Βικιπαίδεια
-
ψυχή στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχή
για έγχορδο όργανο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ψῡχᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ψυχή | αἱ | ψυχαί | |
γενική | τῆς | ψυχῆς | τῶν | ψυχῶν | |
δοτική | τῇ | ψυχῇ | ταῖς | ψυχαῖς | |
αιτιατική | τὴν | ψυχήν | τὰς | ψυχᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | ψυχή | ψυχαί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ψυχαῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχή < ψύχω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχή θηλυκό
- αναπνοή, ανάσα, πνοή, η ζωή αυτή καθαυτή
- ↪ τόν ἔλιπε ψυχή,: λιποθύμησε
- ↪ ψυχῆς ὄλεθρος : ο θάνατος
- ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών
- ↪ περί ψυχῆς μάχεσθαι : παλεύει για τη ζωή του (Όμηρος)
- ↪ ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψυχή: για νεκρούς σε πόλεμο, ότι η αρετή τους έσωσε τη ζωή της Ελλάδας
- το αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης ή το ψυχικό σκέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ψυχισμός
- ↪ ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾽ ἀρετήν τελείαν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
- ↪ ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψυχή (Πλάτωνας)
- το πολυτιμότερο στοιχείο για έναν άνθρωπο ή για μια πόλη
- ↪ χρήματα γάρ ψυχή βροτοῖσι (Ησίοδος)
- ↪ πᾶσι δ᾽ ἀνθρώποις ψυχή τέκν᾽ [ἐστί] (Ευριπίδης)
- πᾶσα πολιτεία ψυχή πόλεώς ἐστιν τοσαύτην ἔχουσα δύναμιν ὅσην περ ἐν σώματι φρόνησις
- (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση για αγαπητό πρόσωπο, λατρεμένος, πολύτιμος
- ↪ ὦ μελέα ψυχή
- το πνεύμα ενός νεκρού
- ↪ ψυχαί δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθον
- διάθεση, θέληση, η καρδιά, το σθένος
- ↪ μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ᾽ ἄκαμπτος (Πίνδαρος)
- ↪ ἐκ τῆς ψυχῆς
- η ιδιοσυγκρασία, η φύση
- ↪ θηρίων ψυχή ἡμεροῦμεν
- (έντομο) η πεταλούδα
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
ψυχ- (ψυχή)
ψυχ- (ψυχή)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ψυχο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχο- στο Βικιλεξικό
- -ψυχος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχος στο Βικιλεξικό
- -ψυχία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ψυχο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά
- ψυχαγωγός και ψυχαγωγέω και ψυχαγωγία και ψυχαγώγιον
- ψυχοπομπός
- ψυχορραγής, ψυχορραγέω-ψυχορραγῶ
- ψυχοστασία
- λειποψυχέω, λιποψυχέω-λιποψυχῶ
Πηγές[επεξεργασία]
- ψυχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)