ψυχάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψυχάκιας | οι | ψυχάκηδες & ψυχάκες |
γενική | του | ψυχάκια | των | ψυχάκηδων |
αιτιατική | τον | ψυχάκια | τους | ψυχάκηδες & ψυχάκες |
κλητική | ψυχάκια | ψυχάκηδες & ψυχάκες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psiˈxa.cias/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχάκιας αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (αργκό) αυτός που έχει ανώμαλη ψυχική κατάσταση
- (αργκό) (κατ’ επέκταση) αυτός που κάνει ανοησίες, χαζομάρες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)