δόνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόνηση | οι | δονήσεις |
γενική | της | δόνησης* | των | δονήσεων |
αιτιατική | τη | δόνηση | τις | δονήσεις |
κλητική | δόνηση | δονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόνηση < δονώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vibration) δονώ
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόνηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δονώ
- (φυσική) η ταλάντωση ενός σώματος
- (μεταφορικά) έντονη συγκίνηση ή άλλη ψυχική αναστάτωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δονώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)