secousse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
secousse | secousses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
secousse (fr) θηλυκό
- το ταρακούνημα, η δόνηση, το τράνταγμα, το τίναγμα, ο κλονισμός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- secousse sismique: σεισμός