θάνατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θάνατος οι θάνατοι
      γενική του θανάτου των θανάτων
    αιτιατική τον θάνατο τους θανάτους
     κλητική θάνατε θάνατοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάνατος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θάνατος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰnh₂-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθa.na.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θά‐να‐τος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θάνατος αρσενικό

  1. (βιολογία) η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού: αναπνοή, πέψη, λειτουργία του νευρικού συστήματος
    εγκεφαλικός θάνατος
    αιφνίδιος θάνατος
    ακαριαίος θάνατος
  2. (κατʼ επέκταση) το τέλος, ο αφανισμός
    ο θάνατος του ελεύθερου εμπορείου
    ο θάνατος της αποικιοκρατίας

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • του θανατά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]