θάνατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θάνατος | οι | θάνατοι |
γενική | του | θανάτου | των | θανάτων |
αιτιατική | τον | θάνατο | τους | θανάτους |
κλητική | θάνατε | θάνατοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάνατος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θάνατος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰnh₂-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθa.na.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θά‐να‐τος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάνατος αρσενικό
- (βιολογία) η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού: αναπνοή, πέψη, λειτουργία του νευρικού συστήματος
- εγκεφαλικός θάνατος
- αιφνίδιος θάνατος
- ακαριαίος θάνατος
- (κατʼ επέκταση) το τέλος, ο αφανισμός
- ο θάνατος του ελεύθερου εμπορείου
- ο θάνατος της αποικιοκρατίας
[επεξεργασία]
- θανάσιμος
- θανατάς
- θανατερός
- θανατικό
- θανατικός
- θανατώνω
- θανάτωση
- θανή
- Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- του θανατά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αποβίωση
- εκδημία
- αποθαμός
- αποπέθαμα
- εντροπία
- εντροπισμός
- θανή
- ξεψύχισμα
- πέθαμα
- πεθαμός
- τελευτή
- χάρος
- ψόφος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αγυρισιά
- αγύριστος
- αιώνιος ύπνος
- αναπότρεπτο
- ανεξύπνητος
- απώλεια
- εκπνοή
- εκτέλεση
- κοίμηση
- λυτρωμός
- λύτρωση
- μοιραίο
- τέλος
- χαμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάνατος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)