αγύριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αγύριστος -η -ο
- που δεν αλλάζει γνώμη
- αγύριστο κεφάλι
- που δεν έχει επιστραφεί
- δανεικά κι αγύριστα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγύριστος
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγύριστος αρσενικό
- ο τόπος από όπου κανείς δεν επιστρέφει
- πήγε στον αγύριστο (για κάποιον ανεπιθύμητο)