γνώμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνώμη | οι | γνώμες |
γενική | της | γνώμης | των | γνωμών |
αιτιατική | τη | γνώμη | τις | γνώμες |
κλητική | γνώμη | γνώμες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνώμη < αρχαία ελληνική γιγνώσκω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνώμη θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η κοινή γνώμη: η γενικότερη στάση της κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία
- κατά την ταπεινή μου γνώμη: έκφραση που συνηθίζεται στο διαδίκτυο και σε άλλα κείμενα, συνήθως σε μορφή συντομογραφίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνώμη