γνώμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνώμη οι γνώμες
      γενική της γνώμης των γνωμών
    αιτιατική τη γνώμη τις γνώμες
     κλητική γνώμη γνώμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνώμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνώμη < θέμα γνω- όπως και στο γιγνώσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣno.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνώ‐μη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνώμη θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • η κοινή γνώμη: η γενικότερη στάση της κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία
  • κατά την ταπεινή μου γνώμη: έκφραση που συνηθίζεται στο διαδίκτυο και σε άλλα κείμενα, συνήθως σε μορφή συντομογραφίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γνώμη αἱ γνῶμαι
      γενική τῆς γνώμης τῶν γνωμῶν
      δοτική τῇ γνώμ ταῖς γνώμαις
    αιτιατική τὴν γνώμην τὰς γνώμᾱς
     κλητική ! γνώμη γνῶμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνώμ
γεν-δοτ τοῖν  γνώμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνώμη, ήδη τον 6ο αιώνα < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) όπως και στο γιγνώσκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνώμη θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]