conseil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conseil | conseils |
conseil (fr) αρσενικό
- η συμβουλή
- η γνωμοδότηση
- το συμβούλιο
- η σύγκλητος
[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | conseuz | conseil |
cas régime | conseil | conseuz |
conseil αρσενικό