conseiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- (ουσιαστικό) λατινική consiliarius
- (ρήμα) λατινική consiliari
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conseiller | conseillers |
θηλυκό | conseillère | conseillères |
conseiller (fr) αρσενικό
- o σύμβουλος, ο γνωμοδότης
Ρήμα[επεξεργασία]
conseiller (fr)
- συμβουλεύω
- (λαϊκό) ορμηνεύω