- αγγλικά : advise (en), counsel (en)
- γαλλικά : conseiller (fr)
- γερμανικά : raten (de), beraten (de), ratgeben (de)
- δανικά : råde (da)
- εσπεράντο : konsili (eo)
- ισλανδικά : ráða (is)
- ισπανικά : aconsejar (es)
- ιταλικά : consigliare (it), raccomandare (it)
- καταλανικά : aconsellar (ca)
- μαλαϊκά : mensasihatkan (ms)
- ολλανδικά : adviseren (nl), raden (nl), aanraden (nl)
- παπιαμέντο : konsehá
- πολωνικά : poradzić (pl)
- πορτογαλικά : aconselhar (pt), persuadir (pt)
- ρουμανικά : sfătui (ro)
- σουηδικά : rå (sv), råda (sv)
- φιλιππινέζικα : magpayo (tl), pagpayuhan (tl)
- τουρκικά : fikir vermek (tr), öğüt vermek (tr)
- φεροϊκά : ráða til (fo), geva ráð (fo)
- φινλανδικά : neuvoa (fi)
- δυτικά φριζικά : advisearje (fy), oanriede (fy), riede (fy)
|