Μετάβαση στο περιεχόμενο

συμβουλεύω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβουλεύω < αρχαία ελληνική συμβουλεύω < σύν + βουλεύω

συμβουλεύω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]