βουλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλή οι βουλές
      γενική της βουλής των βουλών
    αιτιατική τη βουλή τις βουλές
     κλητική βουλή βουλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
βουλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλή (θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουλή θηλυκό

  1. (πολιτική) το νομοθετικό σώμα
    1. στα σύγχρονα πολιτεύματα
      Η βουλή είναι δυνατόν να διακρίνεται σε Άνω Βουλή (Γερουσία), Βουλή των Λόρδων και Βουλή των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Βουλή ή Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ.
    2. (ιστορία) ο θεσμός της αρχαίας πόλης κράτους, όπως της Αθήνας
      Η βουλή στην αθηναϊκή δημοκρατία αποτελούνταν από 500 αντιπροσώπους, 50 από κάθε φυλή, οι οποίοι εκλέγονταν με κλήρωση (η βουλή των πεντακοσίων)· συζητούσε προκαταρκτικά τις υποθέσεις της πόλης και εξέδιδε προβούλευμα
  2. το κτίριο εντός του οποίου συνεδριάζει το ομώνυμο νομοθετικό σώμα
  3. θέληση, απόφαση, γνώμη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

νομοθετικό σώμα / κτίριο:

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
βουλή < μεσαιωνική ελληνική βολή < μεσαιωνικά ελληνικά βολῶ (παρέχω ευκολία) < ελληνιστική κοινή εὐβολῶ (επιτυγχάνω καλή ζαριά)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουλή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 78.



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουλή αἱ βουλαί
      γενική τῆς βουλῆς τῶν βουλῶν
      δοτική τῇ βουλ ταῖς βουλαῖς
    αιτιατική τὴν βουλήν τὰς βουλᾱ́ς
     κλητική ! βουλή βουλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βουλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουλή < βούλ(ομαι) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουλή θηλυκό

  1. επιθυμία, θέληση, απόφαση
  2. συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη
  3. διαβούλευση, συζήτηση
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 78.1
    οἱ δὲ μάγοι ἔτυχον ἀμφότεροι τηνικαῦτα ἐόντες [τε] ἔσω καὶ τὰ ἀπὸ Πρηξάσπεος γενόμενα ἐν βουλῇ ἔχοντες.
    Οι Μάγοι τώρα έτυχε να βρίσκονται μέσα και οι δύο εκείνη τη στιγμή και να μελετούν τα όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη.
    Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek-language.gr
  4. (στον πληθυντικό) σχέδια, αποφάσεις
  5. (πολιτική, στην Αθήνα) το συμβούλιο των Πεντακοσίων
  6. το Συμβούλιο των Γερόντων, Βουλή
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 53 (53-55)
    Βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων | Νεστορέῃ παρὰ νηῒ Πυλοιγενέος βασιλῆος· | τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν·
    Και πρώτα εκάθισε βουλήν των σεβαστών γερόντων, | όπου της Πύλου ο βασιλιάς το πλοίον είχε, ο Νέστωρ. | Κι έστρωσ᾽ εμπρός τους βούλημα σοφό που εβρήκε ο νους του
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βούλομαι