επιβουλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιβουλή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβουλή οι επιβουλές
      γενική της επιβουλής των επιβουλών
    αιτιατική την επιβουλή τις επιβουλές
     κλητική επιβουλή επιβουλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιβουλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβουλή[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.vuˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βου‐λή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επιβουλή θηλυκό

  • η ύπουλη σκέψη ή ενέργεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]