πανουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανουργία < αρχαία ελληνική πανουργία < πανοῦργος < πᾶς + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανουργία θηλυκό
πανουργία θηλυκό