ruse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ruse | ruses |
ruse (fr) θηλυκό
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
ruse | ruses |
ruse (fr) θηλυκό