cunning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός cunning
συγκριτικός more cunning
υπερθετικός most cunning

Επίθετο

[επεξεργασία]

cunning (en)

  1. (κακόσημο) πονηρός, πανούργος, που μπορεί να πάρει αυτό που θέλει με έξυπνο τρόπο, ειδικά με κόλπα ή απάτες
    ⮡  The cunning cat took the dog’s pillow.
    Η πονηρή γάτα πήρε το μαξιλάρι του σκύλου.
    ⮡  What a cunning individual!
    Τι πανούργος άνθρωπος!
  2. επιτήδειος, πολυμήχανος, που δείχνει επιδεξιότητα
    ⮡  a cunning politician - επιτήδειος πολιτικός
     συνώνυμα: ingenious