cunning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cunning |
συγκριτικός | more cunning |
υπερθετικός | most cunning |
Επίθετο
[επεξεργασία]cunning (en)
- (κακόσημο) πονηρός, πανούργος, που μπορεί να πάρει αυτό που θέλει με έξυπνο τρόπο, ειδικά με κόλπα ή απάτες
- ⮡ The cunning cat took the dog’s pillow.
- Η πονηρή γάτα πήρε το μαξιλάρι του σκύλου.
- ⮡ What a cunning individual!
- Τι πανούργος άνθρωπος!
- ⮡ The cunning cat took the dog’s pillow.
- επιτήδειος, πολυμήχανος, που δείχνει επιδεξιότητα