πονηρός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | πονηρός | πονηρή | πονηρό |
γενική | πονηρού | πονηρής | πονηρού |
αιτιατική | πονηρό | πονηρή | πονηρό |
κλητική | πονηρέ | πονηρή | πονηρό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | πονηροί | πονηρές | πονηρά |
γενική | πονηρών | πονηρών | πονηρών |
αιτιατική | πονηρούς | πονηρές | πονηρά |
κλητική | πονηροί | πονηρές | πονηρά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονηρός < αρχαία ελληνική πονηρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔ.ni.ˈɾɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
πονηρός
- που φέρεται πονηρά, εκείνος που χρησιμοποιεί το μυαλό του (πολύ ή λίγο) για να βρει τρόπο να καταφέρει κάτι ανορθόδοξα, συχνά σε βάρος κάποιου άλλου, επίθετο συχνά σε χρήση σε αντιδιαστολή προς τον πραγματικά έξυπνο
- που είναι καχύποπτος και δεν μπορείς να τον εξαπατήσεις εύκολα
- που είναι τσαχπίνης ή τσαχπίνα, που το μυαλό του είναι πιο συχνά από των άλλων ανθρώπων στο σεξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονηρός < πονέομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
πονηρός, ά, όν (πιθανόν η έννοια 1 να προφερόταν πόνηρος και οι άλλες δύο πονηρός)