coquin
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coquin | coquins |
θηλυκό | coquine | coquines |
coquin (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coquin | coquins |
θηλυκό | coquine | coquines |
coquin (fr)
- ο κατεργάρης, ο μασκαράς, ο μπερμπάντης