coquin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coquin | coquins |
θηλυκό | coquine | coquines |
coquin (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coquin | coquins |
θηλυκό | coquine | coquines |
coquin (fr)
- ο κατεργάρης, ο μασκαράς, ο μπερμπάντης