άθλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄθλιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθλιος η άθλια το άθλιο
      γενική του άθλιου της άθλιας του άθλιου
    αιτιατική τον άθλιο την άθλια το άθλιο
     κλητική άθλιε άθλια άθλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθλιοι οι άθλιες τα άθλια
      γενική των άθλιων των άθλιων των άθλιων
    αιτιατική τους άθλιους τις άθλιες τα άθλια
     κλητική άθλιοι άθλιες άθλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθλιος < αρχαία ελληνική ἄθλιος

Επίθετο[επεξεργασία]

άθλιος, -α, -ο

  1. που προκαλεί αρνητικά συναισθήματα (απόρριψη, αποστροφή, απέχθεια κλπ), πολύ κακός
  2. δυστυχισμένος
  3. που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, ερειπωμένος ή κουρελιασμένος κ.λπ

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]