abject
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
abject (en)
- απόβλητος, αξιοθρήνητος
- άθλιος, απεχθής
- This analysis is abject nonsense.
- δουλικός, χαμερπής
- κατάπτυστος
- ρυπαρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abject (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
abject (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
abject (fr)