απόκληρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόκληρος < αρχαία ελληνική ἀπόκληρος
Επίθετο
[επεξεργασία]απόκληρος -η -ο
- που τον έχουν αποκληρώσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποκληρώνω
- → δείτε τις λέξεις από και κλήρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόκληρος < αρχαία ελληνική ἀπόκληρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόκληρος αρσενικό
- άνθρωπος φτωχός, που ζει στο κοινωνικό περιθώριο και αισθάνεται αδικημένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)